Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009

Γεύση από Καζαντζάκη

Είναι γνωστό ότι ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες κρητικούς με
παγκόσμια διαχρονική αναγνώριση, ένας κλασικός, είναι ο Νίκος
Καζαντζάκης.
Είναι από τους λίγους μεγάλου αναστήματος συγγραφείς της νεότερης
Ελλάδας και όχι μόνο. Αυτό δεν είναι υποκειμενικό, ως γνωστόν το λένε
όλοι και το επισημαίνουν πολλές σπουδαίες και καταξιωμένες προσωπικότητες
απ’ όλο τον κόσμο..
Τα εσωτερικά αδιέξοδα του Καζαντζάκη, αυτά που δείχνουν το βαθύ και αλύγιστο ψάξιμό του, λειτούργησαν σαν εσωτερικός αδηφάγος τροχός γι’ αυτόν, παραγωγής ακτινοβολίας σίγουρα για εμάς. Παράλληλα όμως προκάλεσαν πιθανότατα τις δύο πλευρές αμφισβητιών του, πλευρές αποδεδειγμένα ασήμαντες, χωρίς κανένα ιδιαίτερο βάθος και περιεχόμενο. Δηλαδή ιδιοτελή πρόσωπα και κούφιοι χώροι...Η μία πλευρά ήταν οι δογματικοί κομματικοί, οι Συνοδοιπόροι του και μαζί τους, τσόντα, η Γαλάτεια.
Η άλλη πλευρά, η ακόμα πιο ρηχή αλλά εξίσου δογματική ήταν η Εκκλησία.
Και η μία πλευρά και η άλλη δεν είχαν ίχνος φαντασίας που χρειάζεται για να κατανοήσουν το πώς σκέφτεται ένας διανοούμενος μαχητής φιλόσοφος και να υποκλιθούν μπροστά του. Τετραγώνιζαν τον κύκλο στα στενά τους μέτρα και οριοθετούσαν το άπειρο στα πεπερασμένα σύνορα της σκέψης και των
συμφερόντων τους. Το σημαντικότερο πράγμα που διαθέτει ο χριστιανισμός
είναι ο Χριστός και όχι οι παλιοί ή οι σημερινοί παπάδες του. Ο Χριστός έκανε
πολύ μεγάλους αγώνες κατά του φιλισταϊσμού, αλλά αυτοί αντί να
εγκαταλείψουν τον φιλισταϊσμό, ή να εξαφανιστούν οι ίδιοι, έχουν
κυριαρχήσει μέσα στους κόλπους της ίδιας του της εκκλησίας και όχι μόνο….

Ο Καζαντζάκης ήταν μεγάλος. Από τους αρχιερείς μας κανένας δεν ήταν
μεγάλος. Κανένας λοιπόν δεν μεγαλούργησε, κανένας δεν λατρεύτηκε
στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό και κανένας τους δεν καταξιώθηκε να διαβάσει
τον «Τελευταίο Πειρασμό» και να καταλάβει πόσο βαθιά και με πόση
δύναμη χειρίστηκε ο Καζαντζάκης αυτό το θρησκευτικό θέμα. Να νιώσει ότι
ο Χριστός του Καζαντζάκη ήταν ο πραγματικός Χριστός! Έτσι επήλθε η
σύγκρουση του ισχυρού που ήταν η Εκκλησία και του πιο αδύναμου που ήταν ο συγγραφέας. Μόνο που η νίκη της Εκκλησίας ήταν αιώνια ήττα γι’ αυτήν και η δοκιμασία του συγγραφέα ήταν το δάφνινο στεφάνι και η αθανασία του…
Για να καταλάβουμε καλύτερα αυτή τη διαφορά θα πρέπει να θυμηθούμε ότι
η ίδια η θρησκεία ονομάζει το Χριστό Θεάνθρωπο. Ο Καζαντζάκης ακριβώς
σεβόμενος τον όρο αυτό –κάτι που ως συγγραφέας δεν ήταν υποχρεωμένος
να πράξει– παρουσιάζει τον Θεάνθρωπο και στις δύο φάσεις του: Αυτόν που
ζει ή που ονειρεύεται την απλή ζωή και αυτόν που παρά το μαρτύριό του,
με ανακούφιση λέει: «Ευτυχώς, καλά είμαι εδώ» και μετά από λίγο ψιθυρίζει «Τετέλεστε!» «κι ήταν σαν όλα ν’ άρχιζαν...» (Ανρί Μπαρμπίς).

Το δυστύχημα για την Εκκλησία είναι ότι δεν κοσμείται πλέον από τίποτα
άλλο παρ’ εκτός από μιζέρια, μετριότητα, πείσμα και ανομολόγητους ιδιωτικούς
βίους των προκαθημένων της, αρπαγή ύλης και χρήματος και μετά ψαλμοί
για το θεαθήναι… Το δράμα της εκκλησίας είναι ότι δεν κατάφερε μετά από
2.000 χρόνια να αναπτύξει και να εκσυγχρονίσει το ιδεολογικό και μεταφυσικό της υπόβαθρο. Έτσι αντιμετώπισε τον Καζαντζάκη, όπως το σκότος
αντιμετωπίζει το φως. Με φόβο και μιζέρια.
Την ίδια δυσαρέσκεια έδειξε η Εκκλησία εδώ, αλλά και έξω, για το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Ενοχλήθηκε για την περιγραφή εκεί ενός αξιωματούχου
παπά που καθόλου δεν διέφερε από τους σημερινούς καλοθρεμένους
προκαθήμενούς της. Φαίνεται δε, ότι ενοχλήθηκε ακόμα περισσότερο με
την περιγραφή ενός άλλου παπά στο ίδιο βιβλίο, του παπα-Φώτη, του οποίου ο υποδειγματικός ρόλος τού επαναστάτη ποιμενάρχη δημιουργούσε μεγάλο
κοντράστ με τους σημερινούς… Θα μπορούσε να αποτολμήσει κανείς να πει ότι ο Καζαντζάκης ως φιλόσοφος δεν μπορεί να μετρήσει στο επίπεδο των
απαιτήσεων της εποχής μας. Γιατί δεν ανήκει στους κλασικούς μεγάλους
φιλόσοφους, αλλά και γιατί δεν πρόλαβε τις σημερινές ταχύτητες εξέλιξης της αντίληψης π.χ. για την δημιουργία του κόσμου, για την ύπαρξη ενός Θεού
μέσα στον κόσμο αυτό. Για την διερεύνηση του θανάτου και για την πιθανή
περιοχή του θείου. Σκέψεις για το περιεχόμενο των οποίων, με τη βοήθεια της ηλεκτρονικής και της πολλαπλασιασμένης έρευνας, σήμερα. ασφαλώς
ξέρουμε πιο πολλά πράγματα. Οι εξελίξεις λοιπόν αυτές στην έρευνα που
φώτισε και θα φωτίσει ακόμα περισσότερο ένα τομέα, ήταν άγνωστες στον
Καζαντζάκη. Ο Καζαντζάκης έμεινε με τον καημό ότι δεν μπόρεσε να
σηκώσει το πέπλο του μυστηρίου, ενώ εμείς διακατεχόμαστε από την αγωνία
και την προσμονή, του τι θα δούμε όταν στα επόμενα 50 χρόνια ανασηκωθεί
το πέπλο αυτό. (Σημ.σ.: Θεωρία Χώκιν).
Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ο Καζαντζάκης δεν υπήρξε ένας κορυφαίος
συγγραφέας, ένα μεγάλο μυαλό και μια βαθιά ψυχή άγρυπνη και ωραία.
Παραμένει τόσο ψηλά –μέσα στα όρια και μιας κάποιας δικής του έντονης
φιλοσοφικής ενατένισης– ώστε η προσπάθεια αποκοπής μεγάλης μερίδας
του κόσμου σήμερα από αυτόν, να είναι δείκτης του πόσο χαμηλά έχει πέσει
αυτός ο κόσμος.
Όταν το σήμα κινδύνου χτυπήσει ηχηρά –πλησιάζει και αυτή η εκδοχή– θα
θυμηθούμε σε πολλά τον Καζαντζάκη για να μπορέσουμε να ξανασηκωθούμε.

(Απ' το βιβλίο του Κ. Χατζιδάκη "Οι Παρεξηγημένοι
Καζαντζάκης Γκαρωντύ")

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Διαχρονική συνέντευξη με τον Γιώργο Κουνδουρο!

Μνήμες και θέσεις

Για όσους τυχαίνει να μην γνώρισαν τον Γιώργο Κούνδουρο, θα’θελα να πω ότι είναι ένα άγραφο βιβλίο που φοβάμαι ότι δε θα γραφτεί ποτέ. όπως ήταν ο Σωκράτης και ο Διογένης...
Λένε ότι μερικές φορές η σιωπή κάποιου λέει πολλά. Ο Κούνδουρος όταν θέλει να σωπάσει φλυαρεί.
Η Άνοιξη τού 67 τον βρήκε στο Παρίσι και για κείνη την εποχή θυμήθηκε να μου πει μερικά πράγματα συνοδεύοντάς τα με προφητικές αιχμές για τις μετέπειτα εξελίξεις.

—«'Οπως ξέρεις, η κήρυξη της δικτατορίας του '67 με βρήκε στο Παρίσι, στην Ανρύ Μπαρμπίς που ερχόσουνα και συ. Είχα κάθε δυνατότητα τότε να ξέρω ποιοι και πόσοι περίπου ερχόντουσαν στο εξωτερικό και γιατί ερχόντουσαν...
Ε λοιπόν είναι απίστευτο. Φύγανε αυτοί που θέλανε απλώς να φύγουνε, για να πούνε μετά πως φύγαν για να μην τους πιάσουν. Έφυγαν γιατί ήταν μια κατάλληλη ευκαιρία για περιπέτεια, στη Ρώμη και στο Παρίσι και για να το πούμε πιο απλά, όλοι αυτοί που έφυγαν, μπορούσαν να φύγουν και είχαν και τα μέσα. Κανένας δεν τους κυνηγούσε και από κανέναν δεν κινδύνευαν...
— Απ' όσο ξέρω και από ό,τι θυμάμαι, εκεί δημιουργήθηκε ένα κλίμα δήθεν Ελληνικό, δήθεν αντιστασιακό που «παιζόταν»...
— Ναι, ακριβώς, «παιζότανε», Ο κάθε δικός μας που ερχόταν εκεί, είχε την ανάγκη να ηγηθεί και μιας ομάδας. Επειδή εγώ κυκλοφορούσα μποέμικα, επειδή διέθετα μπουφάν πέτσινο πιθανώς, όλοι όσοι σκέφτονταν να ηγηθούν μιας τέτοιας ομάδας με καλούσαν.
Και ήτανε αυτοί καμιά τριανταριά, όχι ένας και δυο. Επειδή δε, δεν είχανε κανένα μέσο ή όπλο στα χέρια τους - τι τους χρειάζονταν άλλωστε αφού δεν τους ενδιέφερε μια συγκεκριμένη δράση παρά μόνο το να ηγηθούν - σκαρφίζονταν διάφορα ευρήματα «αντιστασιακά». Εν ονόματι δε του ευρήματος, διεκδικούσαν τον τίτλο του αντιστασία και μάλιστα του αρχηγού.
Να διηγηθώ μερικές περιπτώσεις που είναι ενδεικτικές:
Με καλεί κάποιος που είχε ένα σχέδιο «αντιστασιακό». Με καλεί με άλλους επτά που επέλεξε. Θα αγοράζαμε λοιπόν ένα λυκόσκυλο και κάποιος από την ομάδα θα επέστρεφε στην Ελλάδα και θά έκανε διάρρηξη στο καθαριστήριο όπου στέλνανε τα εσώρουχα του βασιλιά. Θα τα μύριζε το λυκόσκυλο και όταν πια θα ήταν έτοιμο, θα το αμολούσαμε σε μια από τις μεγάλες γιορτές όπου ο βασιλιάς θα έκανε την συνηθισμένη δημόσια εμφάνιση του με τους επισήμους. Και ο σκύλος θα έτρωγε τον βασιλιά! Αυτός ήταν ένας που ήθελε να ηγηθεί αυτής τής ομάδας. Άλλος ήθελε να κάνουμε απαγωγή του στρατιωτικού ακολούθου μας στο Παρίσι. Να τον πάμε σε κάποιο εξοχικό σπίτι που θάχουμε εκ τών προτέρων νοικιάσει και εκεί να τον βασανίσουμε μέχρι να μας υπογράψει μιά δήλωση μετανοίας «σαν κι αυτή που οι πούστηδες υποχρεώνανε να τους υπογραφούνε οι κομμουνιστές»! Ότι «αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας...» Με την ίδια φρασεολογία δε.
Εγώ είχα έναντι όλων αυτών ένα στυλάκι να απαντώ ότι κάθε αντίσταση πρέπει να είναι σοβαρή, για να κερδίσουμε την συμπαράσταση ξένης δύναμης και ότι για να γίνει αυτό πρέπει να δημιουργηθεί αντίσταση από μέσα, πράγμα αδύνατο μιας και τίποτα τέτοιο δε φαινόταν από πουθενά. Έτσι κάθε προσπάθεια θα άρχιζε για να κάνουμε κάτι που αρχικό θα περιέσωζε την ευθιξία μας. Μετά θα βλέπαμε. Αν βγάζαμε μια εφημερίδα και μετά καταφέρναμε να την στέλνουμε και μέσα... Η αντίδραση τους ήταν να μη με ξανακαλέσουν και εγώ να μην ξαναπάω...
Ένας άλλος ήθελε να κάνουμε τηλεκατευθυνόμενη χειροβομβίδα!
— Και να εκτοξευτεί από το Παρίσι;
— 'Οχι, να την στείλουμε μέσα και από εκεί...
Μόνιμη σκέψη μου ήταν να βγει εφημερίδα και βέβαια όταν ήρθε ο Βαρδινογιάννης, πήγα και τον βρήκα, ή μάλλον με κάλεσε όταν ήρθε και μου είπε: «Γιώργο, θέλω κάτι να κάνουμε, πες μου και συ την γνώμη σου. Έχεις καμιά καλή ιδέα;»
Μου φάνηκε - έτσι εγώ τον εισέπραξα - ότι ήθελε να τον φέρω σε επαφή με πρόσωπα γιά να σχηματίσει στο Παρίσι ένα πρώτο κύκλο δικών του ανθρώπων. Του πρότεινα λοιπόν την εφημερίδα και αυτός είπε: «Ωραία ιδέα»! Έκατσα κι έκανα το κασσέ της εφημερίδας και αυτός με καταταλαιπωρούσε όπως πάντα. Εδώ μπαίνει και η... παράξενη στάση του Χριστοδούλου. Όταν ήρθε έξω, έγραψε «στο πόδι» μερικούς κοινούς στίχους:
Πως «χάνομαι στις μεγάλες λεωφόρους» και «πώς να αιστανθώ στο ρυθμό του μετρό σου» κ.τ.λ. Ανάμεσα σ' αυτά είχε γράψει και μιά πολύ ωραία φράση, ή μιά φράση που τουλάχιστον εμένα τότε μ" έπιασε. Έλεγε: «Απρίλη δε σκοτώνουνε, όσοι δεν τόχουνε-σκοπό, να σφάξουνε το Μάη..» Μ' άρεσε αυτή η φράση που τότε της έδωσα διπλή συμβολική έννοια και τού ζήτησα το δικαίωμα να την χρησιμοποιήσω σαν σλόγκαν στην εφημερίδα. Αυτός φυσικά" κολακεύτηκε και δέχτηκε πρόθυμα. Έκανα το κασσέ τής εφημερί­δας όπου η αριστερή στήλη τής πρώτης σελίδας ήταν κατάμαυρη -ένδειξη πένθους - και πήγαινε μέχρι κάτω, έξω από το περιθώριο, όπως και πάνω. Χαμηλά με αρνητικά γράμματα έγραψα τό σλόγκαν που προανέφερα. Όταν το είδε ο Χριστοδούλου σκέφτηκε ίσως ότι μπορεί και να βγει η εφημερίδα τελικά και μου είπε: «Σε παρακαλώ βγάλε το ποίημα.. Ζούμε σε ξένη χώρα και δεν ξέρουμε ποιος είναι ο διπλανός μας και τι μπορεί να συμβεί. Οι χαφιέδες κυκλοφορούν παντού...»*
Τώρα, πώς έκοψα τις σχέσεις μου με τους φοιτητές: Με κάλεσαν κάπου όπου θα γινόταν μιά συγκέντρωση. Εκεί σηκωνόταν ο καθένας και έλεγε τρελλά πράγματα. * Ελεγε «να πάμε στα σύνορα» κι εγώ γελούσα από κάτω. Τότε κάποιος ομιλητής είπε: «ο κύριος αυτός δεν είναι φοιτητής»» κι εγώ είπα: «Ο φοιτητής αυτός δεν είναι κύριος»... και έφυγα.
— Αν όχι τίποτα άλλο, η φαιδρότητα όλων αυτών δεν σε εξόργιζε; Σήμερα λένε ό,τι θέλουνε και δεν βρίσκεται κανένας να τους σταματήσει.
— Κοίταξε, εγώ πάντα μπερδευόμουνα με τα «γιατί»...
— Ναι το ξέρω αλλά από την άλλη ξέρω ότι κατέχεις μιά απόλυτα κριτική θέση έναντι των πάντων. Το «αρνούμαι την χειραψία με ένα ηλίθιο», δεν εξυπηρετεί να το εφαρμόζουμε πάντα παθητικά. Γιατί θα πρέπει εξ αιτίας της όποιας ακαταδεξίας μας, να τους κάνουμε την χάρη να σωπαίνουμε; Όλοι αυτοί πού πήρανε πάλι τις θέσεις, μας «παίζουνε» μιά ζωή. Το ξέρεις και τους ξέρεις...
— Δεν πήρανε τα «οφίτσια» γιατί ήταν ικανοί ή έντιμοι, αλλά γιατί ήταν στο κόμμα...
—... Το τραγικό είναι πως δεν ήταν ούτε στο κόμμα...
—... Τα πήραν γιά να μπουν...
Με θυμώνουν τα πάντα. Και ο θυμός μου με περισώζει καθώς και οι ενοχές μου. Θα έλεγα ότι οι μεν ενοχές μου με περισώζουν στις σχέσεις μου με τους άλλους (δηλαδή με σπρώχνουν να προσπαθώ να είμαι εν τάξει άνθρωπος) και ο θυμός μου με περισώζει στις σχέσεις μου με τον εαυτό μου. Γυρίζω στη φράση αυτού που αρνείται την χειραψία με έναν ηλίθιο. Γιατί όχι; Αν γενικεύσεις θα δεις ότι η κοινωνία ολόκληρη είναι μιά αποτυχημένη ιστορία, ότι οι άνθρωποι είναι μιά αποτυχημένη ιστορία, ότι και η Ιστορία είναι μιά αποτυχημένη ιστορία...
Τότε θα δεις ότι τα πάντα, μα τα πάντα και όταν λέμε τα πάντα εννοούμε τα πάντα, εναλλάσσονται και συναλλάσσονται με ένα τρόπο που είναι αδύνατο να τον εγκρίνει κανείς,
Είναι γνωστό ότι όλοι μας είμαστε λίγο - πολύ ψυχοπαθείς. Όλοι μας. Η ψυχοπάθεια δε -το ξέρουμε όλοι - είναι για να μας σώζει! Μη κοιτάς τώρα που ο κόσμος δεν διαλέγει σωστά τις ψυχοπάθειές του...
Εγώ έχω διαλέξει αυτή την ψυχοπάθεια της απάθειας την οποία νομίζω ότι την έχω επιλέξει πάρα πολύ σωστά, μέσα σ' ένα κόσμο όπου τα κριτήρια του είναι αλλαμπουρνέζικα, όπου οι αξίες του είναι ύποπτες, όπου τα βραβεία του δεν βαραίνουν και ποτέ δεν πληρούται έτσι το όραμα τής ευτυχίας που είναι ο μοναδικός άξιος στόχος.

* Ο ποιητής αυτός - πού «έφυγε»- αναφέρεται, όχι σαν εξαίρεση αλλά σαν παράδειγμα αυτού πού υποστηρίζεται εδώ: του γεγονότος ότι γενικά η μεγάλη πλειοψηφία διανοουμένων και καλλιτεχνών με κάποιο όνομα, απόφυγαν να αγωνιστούν τότε για να μην διακινδυνέψουν και μετά τη δικτατορία ξαναγύρισαν διατηρώντας πάντα καλές σχέσεις με τα κυκλώματα και τον τύπο ή την Τηλεόραση και την ραδιοφωνία.. Σχετικά με όλα αυτά. πολύ εύστοχα η Μ. Ρεζάν και η Ν. Μούσχουρη αναγκάστηκαν να παραδεχτούν σε συνέντευξή τους ότι κατά την επταετία φοβόντουσαν να μιλήσουν…

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Καρατζαφέρης: Χουντοσταντάρας, Ψιψινάκης, σημειώσατε Ψ!

«Δεν είναι κακό αυτό που κάνουμε, αλλά είναι κακό αυτό που καταντάμε» O.W.

Σε μια θέση αδέσμευτης έκφρασης, δηλαδή σε συγκεκριμένο δημοσιογραφικό μετερίζι, φέτος το πρόγραμμα ήταν
να μιλάω δυό φορές την εβδομάδα στο Τηλεάστυ, στην εκπομπή μου "Κατά παντός υπευθύνου", (χωρίς βέβαια να έχω καμία απολύτως σχετική κομματική θέση ή εξάρτηση εκεί, εκτός από μια σκέτη προσωπική φιλία με τον Γιώργο Καρατζαφέρη).
Ο βαθμός της ανεξαρτησίας μου καταδεικνύεται νομίζω και από τις πολλές φορές που έκρινα τηλεοπτικά τον Καρατζαφέρη, όπως και από άλλες που τον ενέκρινα, ώστε να είμαι πάντα αντικειμενικός και ειλικρινής. Οι ιδιότητες αυτές είναι τα βασικά αξιώματά μου και είναι αδιαπραγμάτευτα. Όλα τα αξιώματα -που ως γνωστόν ονομάζονται αρχές- πρέπει να έχουν σταθερό περιεχόμενο και όρια, άλλως δεν είναι αξιώματα…
Με αυτά σαν δεδομένα όμως, δεν θα μπορούσα για τα διάφορα και τόσο αντιφατικά τεκταινόμενα στο συγκεκριμένο περιβάλλον, να σιωπώ έχοντας τα μάτια ερμητικά κλειστά…
Ο Καρατζαφέρης ως φίλος, με εμπιστεύτηκε απόλυτα και άνευ όρων. Δεν μου είναι εύκολο όμως ούτε να παραβλέπω αλλά ούτε και να κεραυνοβολώ κάποιες επιλογές του εκμεταλλευόμενος την «ελευθεροτυπία» μου στο κανάλι του και να λοιδορώ π.χ. τον όποιο Ψινάκη για το μοντέλο ζωής που εισάγει και που θα ήθελε να επικρατήσει στους νέους! Δεν μου αρέσει. Και δεν μου είναι επίσης εύκολο να δίνω συμβουλές και να καταδικάζω επιλογές Καρατζαφέρη από τα μικρόφωνά του, έστω και αν θα το έκανα για το καλό του τόπου και για το καλό του, το οποίο ο ίδιος αδυνατεί προφανώς σήμερα να το αντιληφθεί. Γιατί πράγματι αδυνατεί νομίζω να αντιληφθεί μερικά πράγματα όπως π.χ. ότι είναι ασύμφορη μια ασυνεπής πλεύση προς τα όσα επί χρόνια ευαγγελίζεται, όπως το να υμνεί και να καταξιώνει διάφορους Χουντοσταντάρες και Ψινάκηδες.. Οι πολλοί επιβάτες οι αβασάνιστα εισερχόμενοι στο "σκάφος" μόνο για να κόψουν μερικά παραπανίσια εισιτήρια σήμερα, μπορούν με μια μετατόπιση του εύθραυστου φορτίου τους, να βουλιάξουν τα πάντα την επόμενη...

Με βάση αυτές τις σκέψεις μου προτιμώ να σιωπήσω από το κανάλι αυτό για φέτος, να τα λέμε όλα εδώ (www.ekpompi.gr) και με τον φίλο Καρατζαφέρη, θα τα πούμε σίγουρα στην επόμενη φάση, που εγώ θα είμαι και τότε φίλος του καλός και χρήσιμος και εκείνος θα είναι -ελπίζω- πιό σοφός…
Φαντάζομαι ότι για όλα αυτά τα πιο πάνω, θα συμφωνούν πολλοί φίλοι μου και φίλοι του, με την διαφορά ότι εγώ τα λέω ενώ
εκείνοι σιωπούν…
Για την ώρα, θέλω να ευχηθώ, επιτυχία σε όλους τους φίλους αλλά, πρώτα στην… Ελλάδα.

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

Οι χειροκροτητές.

Έχουμε αποδεχτεί τα πάντα τελικά. Οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μας το έχουμε προσυπογράψει δια της σιωπηλής ανοχής μας. Είμαστε δεκτικοί, ενδοτικοί, παθητικοί στο να μην αντιδρούμε και θετικοί και εύκολοι στο να χειροκροτούμε.
Βραβεύουμε τον καθένα με το παραμικρό. Μια αθλητική επίδοση, μια νίκη σε αγώνες, ένα καλό ποίημα ή τραγούδι, μια θετική καριέρα, ένα ανθρωπιστικό έργο. Μια πρωτιά, μια επιτυχία η οποία αξίζει σίγουρα την διάκριση που ξεχωρίζει το καλό και το ωραίο, από το άσχημο και το κακό. Σωστά. Όμως αν το καλό αξίζει να επιδοκιμάζεται και να χειροκροτείται, δεν πρέπει και το κακό να αποδοκιμάζεται; Η αναγνώριση του ενός δεν πρέπει να συνοδεύεται και με αποδοκιμασία για το άλλο; Αν για ενθάρρυνση πρέπει να αναγνωρίζονται οι κορυφαίοι και οι δημιουργοί, δεν πρέπει να αποθαρρύνονται και να παίρνουν "κίτρινη κάρτα" οι διάφοροι βλαπτικοί ατάλαντοι σαν ελάχιστη ποινή της κακοποιού δράσης τους;
Έτσι λοιπόν, αν στον άξιο μαχητή, στον επιτυχημένο δημιουργό, στον παραγωγικό εργάτη πρέπει να δίνουμε τον έπαινο μέσα στον σχετικό φάκελο, τότε στον λιποτάκτη, στον αντιδημιουργό, στον λουφατζή τεμπέλη πρέπει να δίνουμε το... φάσκελο!
"Ελάτε εδώ κύριε στιχουργέ. Τι γράψατε; Ωραία. Πάρτε το φάκελο με την βράβευσή σας και τον χρυσό δίσκο σας. Άξιος ο μισθός σας. Εσείς κύριε τάδε τι γράψατε; Στιχάκι όπως.. "Μείνε μαζί μου έγκυος, γιατί εγώ είμαι φερέγγυος"; Πάρτε τον φάκελο με το… φάσκελο".
Ελάτε εδώ και εσείς κύριε. Πόσο επιτύχατε στην πρωθυπουργία η στο υπουργείο που σας εμπιστεύτηκε ο λαός; Μπράβο σας. Πάρτε το φάκελο με το παράσημο, το χειροκρότημα, τις ζητωκραυγές, την αγάπη του κόσμου, τις τιμές. Άξιος ο μισθός σας και σας.
Εσείς πόσο αποτύχατε κύριε η κυρία στον τομέα που σας εμπιστεύτηκαν; Πόσο τα θαλασσώσατε; Τι έγινε με το κυκλοφοριακό, την μόλυνση, την ύδρευση, την περίθαλψη, την κουλτούρα; Την Παιδεία; Τίποτα. Τίποτα απολύτως. Αποδεδειγμένα και ολοφάνερα τα κάνατε σκ... Για σας το φάκελο με το... φάσκελο!
Όμως ένας ολόκληρος κόσμος –ο λαός- χαρίζει το χειροκρότημα του τελικά επί δικαίων και αδίκων. Και έτσι το φάσκελο το κρατάει μονίμως και δικαιωματικά πια, για τον εαυτό του...

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Υπνοβάτης λαός

Ο Λαός ανυπεράσπιστος και δικαιολογημένα ευάλωτος σε όλες τις μεθοδεύσεις, (ούτε Τύπο ούτε τηλεοπτικά μέσα δικά του έχει...) δεν μπορεί να δει καθαρά τα προβλήματά του ή κι αν τα βλέπει, δεν μπορεί να τα συσχετίσει με την Εξουσία και να τα αποδώσει στους νομοθέτες της. Φανατίζεται υπέρ του αρχηγού σε βαθμό ανάλογο προς την επιστημονική πλύση εγκεφάλου που έχει υποστεί. Έχοντας λοιπόν αναγκαστικά διαχωρίσει την εικόνα του εκάστοτε εξουσιαστή, από τα αίτια των δεινών του, με μεγαλύτερο ενθουσιασμό την κάθε φορά υψώνει την εικόνα αυτή στα ουράνια. Σκοτεινά φανατικός, πρόσκαιρα πιστός και ενθουσιασμένος, είναι ακριβώς ο σημερινός «ειδωλολάτρης».
Υπάρχει και αυτός που ψάχνει με απόγνωση και δε βρίσκει πιά στα μάτια των άλλων καμιά ζεστασιά, ευαισθησία, αγνότητα. Που αντί για την επικράτηση ενός ψηλότερου ιδανικού, βλέπει παντού την αφοσίωση όλο και περισσότερων στον άγριο ωφελιμισμό, στην κομπίνα και στον ευδαιμονισμό. Τίποτα μέσα σε κανέναν άνθρωπο δεν τραγουδάει πιά. Κανείς δεν γελάει. Όλοι βρυχώνται με μάτι θολό κι αρπαχτικό. "Ολοι συντρίβονται τελικά κάτω από μια καθοδήγηση εξαθλιωτική και εκμεταλλευτική.
Είναι φανερό τίνος το έργο έφερε εκεί τα πράγματα...Το παρόν και το μέλλον, μοιάζουν πια με τον τοίχο σοφίτας", θα'λεγε ένας Ουγκώ, όπου όσο θα θέλεις να προχωρείς, τόσο θα χρειάζεται και να σκύβεις...
Η εικόνα αυτή του σημερινού ανθρώπου, έτσι όπως πάνε να τον κάνουνε και έτσι όπως τον κάνανε κι όλας, δεν είναι άλλη παρά η εικόνα του αρχηγού, του εξουσιαστή, ή του εγώπαθου αρρωστημένου αρπαχτικού ειδώλου κάθε επιπέδου, μοιραία μεταφερόμενη στις μάζες. Για όσους το ψάξουν, η εικονολατρία αυτή (και τα πρωτότυπά της...) είναι η πηγή των πιο μεγάλων δεινών. Την μάχονται ασταμάτητα μερικοί που όμως είναι λίγοι και σχεδόν περιθωριοποιημένοι από το γενικό κλίμα, αλλά αυτοί φωνάζουν ή γράφουν κάτι από εδώ και από κει. Εναντίον ολόκληρων αιώνων βαρβαρότητας που πέρασε ο κόσμος μας. Εναντίον αιώνων βαρβαρότητας που ακόμα θα περάσει...

Ο φεουδάρχης!

Έχουμε μια πολιτική κατάσταση που σαν πραγματικότητα δημιουργεί θέσεις, σκέψεις και τάσεις συμβιβασμού ή προβληματισμού. Μας διαπερνάει μια πολιτική πρόκληση (όχι χειρότερη από προηγούμενες...) νόμιμη τυπικά, παράλογη και απαράδεκτη συναισθηματικά, που την δημιουργήσαμε και την συντηρούμε οι ίδιοι με την δικαιολογία ότι δεν είχαμε άλλη εκλογή ή γιατί αυτή η εκλογή μας λειτουργεί εξισορροπιστικά έναντι των ίδιων μας των αντιφάσεων...
Έχουμε πρωθυπουργούς (όπως πριν από κάμποσα χρόνια είχαμε δικτάτορες) που τους χειροκροτούμε κυρίως, φεύ, για το θεατρικό τους στυλ και τα λάθη ή τις προκλήσεις τους. Έτσι αν είναι ανήθικοι, τους απαλλάσσουμε εκ προοιμίου και αν είναι ηθικοί, τους παρασύρουμε με τις γνωστές μας συνήθειες της δουλοπρέπειας, της αυλοκολακείας και του λαϊκού μας παραληρήματος. Μετά τους φορτώνουμε μια διαγωγή και μια ηθική, που εμείς οι ίδιοι με τα χειροκροτήματα μας, αν όχι επιβάλλαμε, πάντως στηρίξαμε. Αυτό είναι άνανδρο. Αν είμαστε εύπιστοι ή ευάλωτοι, δουλοπρεπείς μαζοχιστές ή εθελότυφλοι στη σχέση μας με τον όποιο ηγέτη, τότε αυτός που φταίει λιγότερο, είναι εκείνος.

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

Ένας νέος Φαέθων…

Ο γνωστός μύθος μας τόχε πει προειδοποιητικά και ξεκάθαρα από τότε: «Αν ποτέ πάρει τα ηνία στα χέρια του, αυτός ο νέος ...»
Και είχε σίγουρα συγκεκριμένους λόγους να πιστεύει κάτι τέτοιο κάθε «μεγάλος» που θα ήξερε ότι μια ζωή ο νέος αυτός ήταν φιλόδοξος, αρρωστημένος αρχομανής από κούνια, φαφλατάς, άνεργος, επιπόλαιος κι άλλα διάφορα….
Με τα πολλά λόγια όμως, με τις διάφορες και θορυβώδεις κουβέντες και επιχειρηματολογίες, την χρήση του ονόματος του «καμπόσου» σε μια απελπιστική καμπή μάλιστα όλων των φίλων του τα κατάφερε. Με απατηλές υποσχέσεις, έντεχνες δεσμεύσεις και τα ταχυδακτυλουργικά του κόλπα, τα κατάφερε κάποια στιγμή και πήρε επί τέλους τα ηνία του πολυπόθητου άρματος στα χέρια του.
Όλοι περίμεναν να δουν τι θα δουν… Και πολύ γρήγορα άρχισαν να συμβαίνουν άλλα πράγματα. Οι γνωρίζοντες και οι αντιλαμβανόμενοι και μη θαμπωμένοι από το μεγάλο αστραφτερό άρμα έβλεπαν, άκουγαν και έμεναν κατάπληκτοι. Άρχισαν μάλιστα να φοβούνται για το πού θα κατέληγαν όλα αυτά, έστω και αν ο λαός κάτω, δεν είχε την δυνατότητα να καταλάβει τότε ακόμα πολλά...
Πορεία προς ανατολάς (μέχρι Μόσχα) και μαζί πορεία προς Δύση. Επειδή είχε μανία να πάει εύκολα και γρήγορα ψηλά, μία ανέβαινε και μία βουτούσε... Τα δάση καίγονταν τη μια και τα ποτάμια ξεχείλιζαν την άλλη… Καμμένη γη, φτώχια και λάσπη παντού. Όλοι οι γύρω του γυάλιζαν το άρμα του λαμπερού ηνίοχου και χόρταιναν τα άλογά του μέχρι σκασμού αλλά στον κόσμο άρχισε η πείνα, θέριεβε η ανησυχία, κυριαρχούσε η αναταραχή και η αγωνία αφού τίποτα πια δεν στεκόταν όρθιο… Τα χαλινάρια ήταν τόσο χαλαρά, τα χέρια που τα κρατούσαν τόσο ανήμπορα και άπειρα, ώστε χωρίς κανένα έλεγχο πια, όλα κατρακυλούσαν στα ερέβη έτοιμα να πάρουν κι όλο τον κόσμο μαζί τους. Τα πάντα έδειχναν ότι μια σχεδόν ολική καταστροφή ερχόταν…
Μέχρι που ένα χέρι δυνατό, σαν χέρι θυμωμένου λαού σταμάτησε την τελευταία στιγμή, το αχαλίνωτο άρμα.

Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Λαμπρή επέτειος σκοτεινών καιρών!

Ο Ιούλιος θα είναι φέτος πιο καυτός αφού τα σήριαλ σκανδάλων και καταχρήσεων (βλέπε υπόθεση Χριστοφοράκου) δεν μπόρεσε ούτε το τέχνασμα κλεισίματος της Βουλής να ανακόψει. Ωστόσο έρχεται και μια λαμπρή επέτειος, μήπως και ξεχαστούμε για λίγο διά του δόγματος «άρτον και θεάματα» φέτος όμως χωρίς… άρτον, όπως θα δούμε πιο κάτω!…
Βεβαίως θα είναι φαιδρό, ότι ενώ οι πιο αφελείς από τους Έλληνες θα γιορτάζουν την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, παράλληλα θα τρέχουν οι καθημερινές αποκαλύψεις και σενάρια με κεντρικό πρόσωπο τον φυγαδευθέντα εις Γερμανίαν. Έτσι, σαν η μοίρα να θέλησε φέτος να μας δείξει -μήπως και δούμε επιτέλους- τι είδους Δημοκρατία είναι αυτή που γιορτάζουμε! (Θα ναι γιορτή τελικά αυτή ή μνημόσυνο, ή πρόκληση;)
Πράγματι η συγκεκριμένη επέτειος με τον τρόπο που γιορταζόταν, ήταν από πάντα βαριά ανακόλουθη και προκλητική, αν όχι και περιφρονητέα και να γιατί:
Η πτώση της χούντας των συνταγματαρχών, είχε ταυτιστεί για τους ρομαντικότερους των Ελλήνων με μια ανάταση του πολιτικού συστήματος, μια ανάσταση των αξιών και μια νέα αρχή για τον λαό μας με αξιοκρατία, με ίσες ευκαιρίες για όλους και με καθαρά χέρια, κυρίως των διαχειριστών της εξουσίας και της Δημοκρατίας. Δεν είδαμε όμως παρά έγχρωμα ψηφοδέλτια σε υποτιθέμενες μυστικές ψηφοφορίες, είδαμε ροζ βίλες με δήθεν δανικά για να αγοραστεί, είδαμε πακέτα πάμπερς και δωράκια πεντακοσίων εκατομμυρίων σε ημέτερους. Είδαμε Χρηματιστηριακές κομπίνες πολλών δις στημένες από επισήμους, off-shore εταιρείες υπουργών, αρπαγή των ταμείων με κομπίνες ομολόγων, παραχώρηση γης τεράστιας αξίας με αμύθητα ποσά στην τσέπη κάποιων εκλεκτών, στημένες αναθέσεις σε πλοιοκτήτες και μίζες, μίζες παντού…
Ίσως με βάση και γνώση αυτών, ο Πρόεδρος φέτος ντρεπόμενος για λογαριασμό μας επέλεξε ήπιο εορτασμό, χωρίς φανφάρες, τουαλέτες κυριών, τρελά ποτά και εδέσματα, χωρίς δηλαδή την πρόκληση των προηγούμενων ετών. Πρόκληση που πρέπει να σημειώσει ο Πρόεδρος ότι δεν αφορούσε μόνο στην χλιδή και στις δαπάνες για την βραδιά της Δημοκρατίας ούτε στις λουσάτες κυρίες των κυριών αλλά στο ποιοι ήταν αυτοί οι κύριοι που ελάμπριναν με την παρουσία τους και πανηγύριζαν την βραδιά της αποκατάστασης της Δημοκρατίας…
Εκαλούντο λοιπόν σ’ αυτήν μόνο καμιά δεκαριά αντιστασιακοί (κυρίως του κομματικού χώρου), ερήμην του λαού που φυλακίστηκε, που έφαγε ξύλο, που ταπεινώθηκε και που έχασε την δουλειά του. Που δοκίμασε δηλαδή στο πετσί του τι ήταν η Μπουμπουλίνας, η Μεσογείων και η ΕΑΤ ΕΣΣΑ… Ποιοι άλλοι καλεσμένοι λοιπόν είναι συνήθως εκεί; Δημοσιογράφοι και δημοσιογραφίνες που επί χούντας ήταν βρέφη. Πρόεδροι βιομηχάνων που ο πατέρας τους επί επταετίας ήταν υπουργός (!!) Ο Γνωστός χουντικός στενός συνεργάτης και θαυμαστής της γυναίκας του δικτάτορα, Φρέντυ Γερμανός, ο γνωστός υποστηρικτής της δικτατορίας και μετέπειτα ιδρυτής σχετικού κόμματος Μιχαλόπουλος και αναρίθμητοι άλλοι. Μόνο οι αντιστασιακοί του λαού δεν εκαλούντο για να μην χαλάσουν την όρεξη τόσων χουντικών κολασμένων καλεσμένων.
Έτσι ακριβώς ετιμούσαν όλα αυτά τα χρόνια την βραδιά της αποκατάστασης της Δημοκρατίας μέχρι που φέτος, με αιτία την λιτότητα, κάποιοι φαίνεται να ντράπηκαν για την βεβήλωση αυτή όπου αντί να τιμούν τον Ελή, την Καλαβρού, τον Μουστακλή και τον Παναγούλη, συνεόρταζαν με κάμποσα χουντικά κατάλοιπα, με δοσίλογους και χαμαιλέοντες. Δεν σκέφτηκαν ποτέ να διαθέσουν τα χρήματα από τα φαγοπότια τους, για να στήσουν κάπου, τουλάχιστον ένα μνημείο αναγνώρισης «του αγνώστου αντιστασιακού», ο οποίος εμφορούμενος από γνήσια ιδανικά και θέτοντας σε κίνδυνο το τομάρι του, έφερε όλους ετούτους τους φαρισαίους σήμερα να του κάτσουν πάλι στο σβέρκο και να τον εμπαίζουν κι από πάνω με τα πάρτυ τους και για πάρτη τους…

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Θάλασσα βαθιά…

Η θάλασσα έρχεται, όλο έρχεται σα να μας φέρνει μαντάτα για κάποιο ναυάγιο, σα να μας φέρνει συντρίμμια να τα φιλοξενήσουμε στα δικά μας συντρίμμια. Φέρνει νεκρά κοχύλια που ονειρεύονται τους βυθούς και πεθαμένους αστερίες πού 'ναι σα μικροί σταυροί. Φέρνει λίγη απ' την ανταρσία του πελάγους και κουρελιασμένα φύκια που τα αραδιάζει στην αμμουδιά για να στεγνώσουν στα πόδια μας. Και οι άνθρωποι όλο φεύγουν. Γιατί φεύγουν, αφού είναι αιχμάλωτοι αυτής της μικρής αμμουδιάς; εκεί που ενταφιάστηκε ένα μικρό μπλε λουλουδάκι που ναυάγησε στα δικά τους χέρια; Φεύγουν για να χαθούν ένα χειμωνιάτικο πρωί ή μια ζεστή κι ήρεμη νύχτα με φεγγάρι, πειστική, γεμάτη επιχειρήματα για το δικό τους ναυάγιο! Η αμμουδιά είναι γεμάτη σφουγγάρια, φελλούς φύκια, πρώην φυτά, γεμάτη κοχύλια, αχιβάδες, αστερίες, γεμάτη νέους και νέες που τραγουδάνε. Αλήθεια γιατί τραγουδάνε οι άνθρωποι; Κι η θάλασσα όλο έρχεται, όλο έρχεται. Έρχεται σε δυσανάλογες παράλληλες γραμμές, δυσανάλογες όπως τα αισθήματα, και φέρνει το σχήμα των απέναντι βουνών, τη βουή των μακρινών πολιτειών, το σφύριγμα των μοναχικών πλοίων που φεύγουν τη νύχτα με σβηστά φώτα, των έρημων καραβιών που ταξιδεύουν χωρίς πανιά, των μικρών καϊκιών που τρέχουν χωρίς επιβάτη, χωρίς καπετάνιο, χωρίς πυξίδα, χωρίς προορισμό,.. Φέρνουν τον ψίθυρο αυτών που έφυγαν κι άφησαν το έργο τους μισοτελειωμένο και χάλασε, τη λάσπη τους μισόφτιαγμένη και πέτρωσε, την αγάπη τους μόνη και πέθανε κι ενταφιάστηκε χωρίς λουλούδια και τώρα ψάχνουν και δεν την βρίσκουν κι όλο αρμενίζουν. Και στέλνουν μάταια μηνύματα που η θάλασσα όλο έρχεται και μας τα φέρνει. Μας φέρνει την πίκρα της γεύσης τους και τα κομμάτια απ' τα σκισμένα όνειρα τους που απότυχαν! Φέρνει μηνύματα από σβησμένους φάρους που κάποτε περήφανα θα φώτιζαν και το δικό μας πλοίο και μαντάτα από χώρες που δεν πήγαμε και δεν ονειρευτήκαμε ποτέ. Από αγαπημένα πρόσωπα που ποτέ δεν γνωρίσαμε...Μας φέρνει φαντάσματα και αναμνήσεις νεκρών και κόκκαλα πεθαμένων με την τελευταία λέξη -που δεν τόλμησαν- ακόμα σφηνωμένη ανάμεσα στα δόντια, με την αγάπη τους -ακόμα ποδοπατημένη- κάτω από το πέλμα. Τέλειοι μέσα στο σκοτάδι της επιδίωξής τους. Μας φέρνει μουσικές απαγορευμένες και ήχους και υποσχέσεις ψεύτικες που περιμένουν να δικαιωθούν μια μέρα. Κι η θάλασσα όλο έρχεται, έρχεται σε άνισες παράλληλες γραμμές -άνισες όπως η αγάπη- που διασταυρώνονται με τις άσπρες γραμμές των γλάρων που πετάνε. Καμιά φορά η θάλασσα αποχωρεί. Αποχωρεί σαν κουρασμένη ερωμένη, σα νικημένος στασιαστής που αποκρούστηκε και φεύγει αφού απόθεσε την άμμο ένα γύρω. Την άμμο! Τέφρα της μετανοίας της. Τέφρα όλων όσα χάσαμε σήμερα,.. Ή θάλασσα αποχωρεί μα εγώ δε φεύγω. Θα περιμένω το δικό μου γλάρο που γράφει τις γραμμές μου στον αέρα, Ο γλάρος μου είναι ψηλά πολύ ψηλά και από κει ανοίγει τα φτερά του κι έρχεται κι όπου περνάει κι όπου πατάει, τα πόδια του αφήνουνε σημάδια τους δύο αστέρια!

Το Σύστημα Προκρούστης

Πριν φτάσουμε στο σημείο να καταδικάσουμε έναν λαό προσμετρώντας τα λάθη και τις αδυναμίες του, θα ήταν καλύτερα να εμβαθύνουμε και να δούμε τα πράγματα από την αρχή: Όταν γεννιέται το παιδί είναι ένας μικρός άγγελος που μόλις βγήκε από τα χέρια του Θεού. Ως παιδί έχει και αγνότητα και ευαισθησία και αγάπη για τον κόσμο. Τι συμβαίνει και όταν γίνει μεγάλος ξαφνικά αλλάζουν όλα αυτά; Επεμβαίνει η παιδεία και του λέει: Tα ωραία και τα σωστά δεν πρέπει να τα μάθεις ποτέ... Επεμβαίνει η πολιτεία που τον κλέβει και έτσι τον μετατρέπει σε φοροφυγά. Επεμβαίνει η τηλεόραση με όλους τους ανώμαλους, τους ανεπαρκείς και τις νεαρές γλάστρες τις κρεβατοκάμαρας και τον μετατρέπουν σε φαύλο και σε μιμητή των ελλεινότερων μοντέλων με τα οποία καθημερινά το σύστημα τον βομβαρδίζει. Δεν τον αφήνουν να διαβάσει βιβλία, δεν τον αφήνουν να σκεφτεί, το μάτι του και η ψυχή του έχει γεμίσει στο να ονειρεύεται τις ζωές των άλλων αλλά να μην ζει τη δική του ζωή. Στα εικοσιπέντε του είναι "έτοιμος", στα τριανταπέντε του είναι "τελειωμένος". Eπιθυμεί τα πάντα και απλά περιμένει να έρθουν.
Και περιμένοντας να έρθουν ψηφίζει τους φαύλους πολιτικούς σαν την πιο απελπισμένη του ελπίδα. Σε όλη του τη ζωή δεν έβλεπε παρά αγράμματους ποδοσφαιριστές να γίνονται εκατομμυριούχοι, ομοφυλόφιλους να γίνονται ημίθεοι, και αδήλωτες πόρνες να παίρνουν τις καλύτερες εκπομπές στην τηλεόραση με μυθικές αμοιβές. Το αφώτιστο μυαλό του γινόταν σκοτεινότερο...Πόσο φταίει αυτός;

Κερδισμένος ο… ΛΑΟΣ

…Αυτή η ιστορία είναι και λίγο στο από πού θέλει να την πιάσει κανείς:Πολλοί, μετά τις πρόσφατες ευρωεκλογές (παρ)ερμηνεύουν την αποχή των ψηφοφόρων σαν απαξίωση, ή την αδιαφορία του κόσμου σαν στρατηγική του εθελημένης αποχής. Πολλοί τα έβαλαν με τους δημοσκόπους (που μπορεί και να «τα παίρνουν» αλλά πάμπολλες φορές κάνουν και διάνα..)Ο υποφαινόμενος και θλίβεται αλλά και χαίρεται για το αποτέλεσμα…Θλίβεται, γιατί ένας λαός έφτασε τόσο χαμηλά (αφέθηκε δηλαδή εδώ και χρόνια να τον κατεβάσουν τόσο…) ώστε να διατηρεί ακόμα φαιδρούς μονάρχες και γόνους οικογενειών χωρίς πραγματικούς τίτλους προσωπικής ιστορίας και αξίας, χωρίς μεγαλοσύνη και ηγετικές ικανότητες. Πάνω από το 70% ψήφισε οπισθοδρόμηση λοιπόν, μεσαίωνα, ανικανότητα και κούφιο νεποτισμό. Επιβράβευσε δηλαδή εν ψυχρώ την ολική διαφθορά και την προγραμματισμένη και συντελεσθείσα λεηλασία του τόπου από μια παρέα γόνων, ταλαντούχων μόνο σε ασύλληπτου μεγέθους ληστείες και… αφελείς συγκαλύψεις! Χαίρεται όμως ο γράφων, γιατί, έστω και έτσι κουτσουρεμένα, ο νέος «μονάρχης» έφαγε ένα γερό χαστούκι! (Μονάρχης, αφού από το 1985 και μετά μετατρέπεται τεχνηέντως το σύνταγμά μας και ο εκάστοτε πρωθυπουργός απολαμβάνει προνόμια αυτοκράτορα ή μονάρχη!!!)Όχι πολύ μεγάλο αλλά υπαρκτό πάντως, ήταν το κομμάτι του λαού που τίμησε τα αντανακλαστικά του, με το να δώσει ένα καλό μάθημα στον καλά ταμπουρωμένο πίσω από κόλπα και πολιτικά άλλοθι , κληρονομικό αλαζόνα.Υποστηρίξαμε αυτό το πρόσωπο επί πενταετία, με άρθρα στον Τύπο, δεκάδες τηλεοπτικές εκπομπές (υπάρχει όλο το αρχείο) κ.α. Όχι κομματικά αλλά για να έρθει κάτι νέο μήπως και καθαρίσει ο τόπος. Μετά τις πρώτες και ενδεικτικές «εκατό ημέρες» εξουσίας του όμως, φάνηκε να προδίδεται άλλη μια φορά ο ρομαντισμός και οι ελπίδες. Έτσι, ως άτυποι σύμβουλοι αρχίσαμε μια σειρά από καλοπροαίρετες κριτικές παραινέσεις, ειδοποιήσεις, έγγραφα, συστάσεις, ερωτήματα, υποδείξεις, παράπονα, πικρίες κ.α.. Ματαίως.. Ακολούθησαν εκπομπές («Αντίλογος») με δυσοίωνες πλέον (δικαιωμένες πανηγυρικά σήμερα) προβλέψεις… Πάλι ματαίως. Η μόνη ανταπόκριση της χαλασμένης πια ως το μεδούλι αυτοκρατορικής νοοτροπίας nepote, ήταν να δοθεί σε ένα κανάλι ένα τρελό ποσόν, για να κλείσει μια φωνή διαμαρτυρίας που ενοχλούσε…(γράφεται και βιβλίο σχετικά…).Αλλά ένα καθεστώς που ραϊζει συνεχώς, δεν «στοκάρεται» με τέτοια μέσα, και κανένας δοτός ή και διεφθαρμένος «ηγεμόνας» δεν σώθηκε ποτέ έτσι, όπως καλά ξέρουμε από την Ιστορία...…Πρωτεύον βέβαια γι αυτούς ήταν να ξεχαστούν κάμποσα πράγματα και πάση θυσία, εκτός από την ευαίσθητη υπόθεση Άρη, και η μετέπειτα επιλογή Θοδωρή που έκανε να ξεχειλίσει το ποτήρι των ψιθύρων και των ερωτηματικών. Είχε προηγηθεί η υπόθεση Ζαχόπουλου από την οποία, παρά το τόσο βαρύ της κλίμα, όλοι που είχαν ένοχα αναμειχθεί, στο τέλος βγήκαν αθώοι, ευχαριστημένοι, ζάπλουτοι και… σιωπηλοί. «Με στόματα ερμητικά κλειστά»… Γιατί τόσο πολύ;;Είναι να λυπάται κανείς πραγματικά, όταν μια μεγάλη, νοικοκυρεμένη, πολιτισμένη παράταξη χάνεται εξ αιτίας ενός,… -ανίκανο να τον πούμε; ακατάλληλο; πέστε εσείς κάτι… Όμως δεν φταίει μόνο αυτός. Φταίει και η παράταξη που αφηνόταν επί 5 χρόνια και τώρα αρχίζει να πληρώνει.Ποιος της είπε ότι δεν άξιζε για μια καλύτερη ιστορία από αυτή που -σίγουρα- θα γραφτεί αύριο στις ανελέητες σελίδες της;…

Για τον άνθρωπο :

Ο άνθρωπος προσπαθεί μέσα σ'ένα γενικό μπέρδεμα να καταλάβει μερικά πράγματα. Και θα είναι κατόρθωμα αν καταλάβει ότι η ζωή του για να είναι σωστή πρέπει να παιχθεί πάνω σε δυο βάσεις, ισόποσα: Στην ύλη και στο κορμί του, στο πνεύμα και στην ψυχή του.Αν (ξε)χάσει το ένα απο τα δυο τα έχασε όλα!Αναζητώντας...Αυτοί του δελτίου καιρού, ποτέ δεν μας είπαν ότι πρέπει συχνά, να πετάμε και πάνω από τα σύννεφα για να βρίσκουμε το φως… Τον μισό καιρό όμως. Τον άλλο μισό να περπατάμε στερεά κάτω από τα σύννεφα, στη γη. Ακόμα και αν βρέχει. Τότε μόνο αξίζει και είναι και ωραία..Θά’θελα οι νέοι άνθρωποι να μεγαλώσουν λίγο περισσότερο και οι μεγάλοι να μικραίνουν κοντά τους. Τότε μόνο μπορούν να συναντηθούν και να αξίζει…Αντί να δώσουμε όμως αυτό που αξίζουμε στη ζωή μας, την δυσκολέψαμε ακόμη περισσότερο, και το μόνο που καταφέραμε να κάνουμε είναι να δώσουμε αξία σε αυτούς που θεωρούμε καθοδηγητές της κοινωνίας μας. Κερδίσαμε έτσι περισσότερη αγωνία και αμφιβολία και μας έζωσε απειλητικά το άγνωστο…Ως προς τους πολιτικούς, μην τους "πυροβολείτε"... Αν επιτέλους τους αγνοήσετε, θα αυτοκτονήσουν ολομόναχοι… Με υπουργούς, πρωθυπουργούς και κόμματα, συνήθως διασκεδάζουνε ο Χρόνος κι η Ιστορία.Και έτσι κάπως θα έρθει η στιγμή που όλοι αποφεύγουμε: Το να φοβόμαστε και να αμφιβάλλουμε αν υπάρχουμε. Το να φοβόμαστε να ζούμε, να γυρνάμε, να ξενυχτάμε. Γιατί οι γέροι δεν ξενυχτάνε. Όσο πιο πολύ πλησιάζουν την νύχτα της ζωής, τόσο περισσότερο αποφεύγουν την ζωή της νύχτας…Η δύναμη λοιπόν και η αναζήτηση της ομορφιάς, πρέπει να παραμένει ακλόνητη. Υπάρχει η ποίηση της ζωής και η ποίηση της ποίησης. Τα προτείνω και τα δυο μαζί.Με το ένα μόνο από αυτά, ή με κανένα, μην περιμένεις τα όσα θα ήθελες.Η δυστυχία και η ευτυχία υπάρχουν παντού μέσα σου και έξω σου και σου παρέχονται δωρεάν.. Από κει και πέρα, ευθύνεσαι για ό,τι διαλέγεις.

Τα βιολιά του Μαντοβάνι

Είχε φτάσει ο Οκτώβρης χωρίς να το καταλάβω. Τελευ­ταία φαίνεται ότι ο χρόνος τρελάθηκε. Η κίνηση άλλωστε εί­ναι μια ξεχωριστή σύμβαση πού το κάθε τι έχει μαζί του. Ή σχέση αυτή είναι πού κάνει τη γη να γυρίζει σε είκοσι τέσσε­ρις ώρες τη βόλτα της, τα αεριωθούμενα να τρυπάνε την στρατόσφαιρα με εφτακόσια χιλιόμετρα την ώρα και τον άνθρωπο να διανύει μέσα σε εξήντα χρόνια την αιωνιότητα.Καθόμουνα σε μια ξεχασμένη γωνιά της εξοχικής γης με τα αποδημητικά χρώματα και χάζευα τις μουσμουλιές πού εί­χαν αρχίσει να ανθίζουν και μύριζαν μέλι.Οι καλαμιές φουντωμένες λίγο πιο πέρα, έμοιαζαν με ανοιχτόχρωμες κυματιστές χαίτες άλογων πού είχανε σηκωθεί στα πισινά τους πόδια κι αντιπάλευαν το ελαφρό αεράκι.Σε λίγο θα ανέβαινα στην πόλη πού ο ουρανός της θα ήταν βρώμικος σαν τα ντουβάρια, τα τζάμια πιο θαμπά από το βλέμμα των ανθρώπων, τα δέντρα κακομοίρικα σαν τα πουλιά και τα πουλιά θα έχουνε χαθεί...Κοντά μου ή θάλασσα. «Ή θάλασσα πού ξεπλένει τις πλη­γές και τις κηλίδες του κόσμου» όπως είχε πει ο Ευριπίδης. Όταν βρεθείς δίπλα της, το κάθε τι χάνει τη σημασία του. Ώρες μένει ακίνητη κι' αστραφτερή και μόλις την εμπιστευτείς ξεσπάει σε μια σειρά ανεξήγητα κύματα, πού έρχονται κι' απλώνονται στην έκπληκτη αμμουδιά με ξαφνική μανία. Μετά πάλι ή γαλήνη του τίποτα των πραγμάτων που στόλι­σαν εφήμερα τον αιώνιο κόσμο.Είχα βρεθεί σε μια όμορφη ακτή όπως και τόσες άλλες αποφασισμένος να περάσω εκεί μερικές ήρεμες μέρες.Στη θάλασσα επικρατούν οι οριζόντιες γραμμές, όπως στην πόλη και στις ορεινές περιοχές επιβάλλονται οι κάθετες και οι τεθλασμένες. Οι παράλληλες κορφές των κυμάτων έγραφαν μακριές καμπύλες στην λεία και επίπεδη αμμουδιά και οι γλάροι ακολουθούσαν την ευθύγραμμη πορεία των καραβιών και των μικρών ψαράδικων.Οι αραιοί κολυμβητές της εποχής αυτής, παραιτημένοι τέ­λεια στο ανεβοκατέβασμα της θάλασσας ή ξαπλωμένοι ακίνη­τοι στην απέραντη ακτή, μοιάζανε με μοναχικούς σταθμούς που θα θελαν να δώσουν ή να πάρουν κάποιο σήμα και περίμε­ναν να κάνει κάποιος πρώτος την αρχή... Τις τελευταίες εκεί­νες μέρες των διακοπών, φαίνονταν να χαίρονται απλά τον ήλιο πριν χαθεί και τα κοχύλια πριν τα ξαναπάρει ή θάλασ­σα...Την έβλεπα να βγαίνει στάζοντας, από το κύμα και να πηγαίνει λίγο πιο πέρα από μένα για να ξαπλώσει στην πετσέ­τα της. Είχε μακριά και λεπτά πόδια, κατάξανθα μαλλιά, όμορφο πρόσωπο πού δεν φοβόταν τίποτα από το ανακάτεμα της θάλασσας. Την παρατηρούσα να κάθεται ώρες ατέλειωτες στον ήλιο χωρίς να τα καταφέρνει εντελώς να μαυρίσει, να στριφογυρίζει διαρκώς για ν' αλλάξει θέση, ν' αρχίζει το διά­βασμα κάποιου βιβλίου και ξανά να το παρατάει αποκαμωμένη από τον ήλιο και την αρμύρα. "Άλλο τόσο στριφογύριζα κι' εγώ αλλά για άλλο λόγο...Είχα αποκηρύξει βέβαια ως ένα σημείο τις παλιές φιλίες αλλά όχι και τις νέες γνωριμίες. Ωστόσο δεν φαινόταν να με είχε προσέξει καθόλου αν και το ίδιο θα νόμιζε κι εκείνη για μένα αφού ο τρόπος πού την κοιτούσα ήτανε πάντα διακριτικός.H κοπέλα δεν φαινόταν να 'ναι από τους τύπους πού θα μπορούσες εύκολα να τους πεις: "Κάπου σας ξέρω, δεσποινίς"! Φαινόταν απλή και συγκρατημένη. Κλεισμένη στον εαυτό της είτε από χαρακτήρα είτε από την αναγκαστική μοναξιά αυτών των ημερών στο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο πού τέλειωνε τις διακοπές της. Έδειχνε να αποφεύγει την εξωτερίκευση κάθε κινητικότητας, Ίσως εξ αίτιας μιας πιθανής εσωτερικής απεραντοσύνης ή έτσι νόμιζα; Αν ή φυσιολογική της αναμονή για «κάτι» έτσι όπως ήτανε ολομόναχη σ' αυτό το ειδυλλιακό μέρος, ήταν φυσικό να σε καλεί να κάνεις το πρώτο βήμα, ή υποψία και μόνο της πεμπτουσίας της Ιέρειας που έκρυβε μέ­σα της και που ακτινοβολούσε, σε έκανε να ψάχνεις για ένα άλλο πιο ταιριαστό σ' αυτήν τρόπο προ­σέγγισης. Την έβλεπα σαν ένα πλάσμα όμορφα εξωπραγματικό, σαν κάτι που ξέκοψε από το ίδιο το τοπίο της θάλασσας του ήλιου και της αμμουδιάς. Τα μάτια της ήτανε μπλε, τα μαλλιά της φώτιζαν χρυσά και το δέρμα της είχε το χρώμα της άμμου. 'Ίσως ήταν αυτό που μου 'δινε μια παράξενη ταραχή κάθε φορά που την κοίταζα κλεφτά ή όταν σκεφτόμουνα ότι θα μπορούσα να την πλησιάσω και να της πω κάτι. Πώς να της μιλήσει όμως κανείς χωρίς τους γρύλους του σούρουπου και χωρίς τα βιολιά του Μαντοβάνι;Μου ερχόταν ή διάθεση να της γράψω ένα ποίημα ή ένα μικρό λιμπρέτο. Της άξιζε κάθε πρωί κάτω από την πετσέτα της να βρίσκει και από ένα γράμμα. Να τα μαζεύει και να μην ξέρει από ποιόν είναι. Να κοιτάζει γύρω της ερωτηματικά ή καχύποπτα τον καθένα και εγώ να κάνω τον αδιάφορο και τον μυστηριώδη. Ή να τα βάζω κάτω από ένα μεγάλο βότσαλο για να μην τα παίρνει ο αέρας του πελάγους που κάθε τόσο σηκώνει κι από ένα μικρό συννεφάκι άμμου για να χορέψουνε μαζί.«Κάτω από μια πέτρα μια καρδιά». Και κείνη να τα διαβάζει όλα με μια κρυφή αφοσίωση και εξωτερικά να μένει ανέκφραστη περιμένοντας κάτι που θα έρθει όπως περίμενα κι εγώ όπως περιμένουμε όλοι μας... Να μην απαντάει ποτέ σ' αυτά τα γράμματα σαν σε κείνο το μυθιστόρημα της Ματίλντα Σεράο και ξαφνικά να μη της ξανα­γράψω για να την δω με αγωνία να ψάχνει κάτω από την πετσέτα της και πίσω από τα λιθάρια, ήρεμη για να μη φανεί η αγωνία της ή λυπημένη να κοιτάζει γύρω της. Και τότε να πάω κοντά της και να της το δώσω ο ίδιος. Να γελάσουμε και οι δύο και να γίνουμε φίλοι.Να κάνουμε ατέλειωτους περίπα­τους στην ίδια αυτή ακτή πού βρήκαμε ο ένας τον άλλον. Στην αρχή μόνο τα βράδια, ύστερα και τα πρωινά που είναι τόσο παράξενα αυτή την εποχή και μετά να 'μαστε όλη την ήμερα και την νύχτα μαζί... Να μπορέσω να ζήσω επί τέλους αυτό πού είχε πει ο Θεόφιλος Γκωτιέ: «Μια ονειρεμένη μορ­φή, σε μέρες σκέψεις...»Στο βάθος ήξερα ότι όλα αυτά πού σκεφτόμουνα ήτανε πάλι λάθος. Η ίδια ή ζωή έχει δώσει άλλες συντεταγμένες για τις προσεγγίσεις των ανθρώπων και έχει κάνει αναγκαίο έναν άλλο τρόπο έστω και αν αυτός ο τρόπος σε σχέση με αυτά πού σκεφτόμουνα εγώ έμοιαζε απαράδεχτα χυδαίος. Ωστόσο κάτι με ειδοποιούσε ότι αφηνόμουνα σε μια εικόνα που μου πήγαι­νε αυτή την εποχή και μου άρεσε, ακριβώς γιατί ήταν υπερβα­τική και επικίνδυνη. Άλλωστε κανένας δεν ορίζει απόλυτα το ρόλο του. Ή ονειρική μου διάθεση δεν διέφερε στο κάτω κάτω παρά μόνο στην ποιότητα του ονείρου ή στο είδος της τρέλας. Αν ή περιοχή μου ήταν μακριά από την πραγματικότητα, άλ­λο τόσο ήταν προστατευμένη απ’ αυτήν. Αυτός που δεν ελπί­ζει ποτέ δεν απελπίζεται και ο θεατής του ονείρου του είναι ένας ευτυχισμένος άν­θρωπος αρκεί να μην κοιτάξει δίπλα του ή να μην ξανάρθει στην πραγματικότητα ποτέ.Δυό νέοι είχαν έρθει πριν από λίγο και ξάπλωσαν στην αμμουδιά, ανάμεσα σε μένα και σε εκείνη. Είχαν σταματήσει παράμερα με ένα φορτηγάκι που μετέφερε υλικά οικοδομών, χωρίς να τους προσέξει κανείς. Είχαν αφήσει κάπου εκεί τα ρούχα τους και είχαν πλησιάσει με τα μαγιό...—Λοιπόν θα ορμήσω εγώ πώτοςκαι εσύ από κοντά είπε ο ένας συνωμοτικά στον άλλο.—Γιατί να ορμήσεις εσύ, για να μείνω εγώ μπουκάλα;—Όχι αλλά αν δε γίνει τίποτα με μένα, να μπεις εσύ στο κόλ­πο. Στο τέλος θα την πάρουμε και οι δύο, θα δεις...—Πώς θα την πάρουμε και οι δύο;—Μόνη της δεν είναι; Έ λοιπόν ψοφάει για παρέα, φιλοσοφία θέλει; Είναι και ξένη...Θα της πω να την πάμε βόλτα με το σκάφος...—Ποιο σκάφος δε;—Κουτός είσαι; Το σκάφος του ξενοδόχου. Του το βάφω κάθε χρόνο και μ' αφήνει... Θα ανοιχτούμε στα βαθιά και θα γίνει ωραία πλάκα. Λοιπόν πάμε; Πάρε ύφος «μαρκήσιου».Δεν ήθελα να παρακολουθήσω τη συνέχεια. Μία κατα­στροφή με πρωτόγονη δύναμη ήρθε άλλη μια φορά να κομμα­τιάσει την εικόνα...Έτρεξαν και ξάπλωσαν δίπλα της, σα κάμπιες που πλησιά­ζουν με το αλάθητο ένστικτο τους μια αγράμπελη. Εκείνη άνοιξε τα μάτια της και τους κοίταξε ξαφνιασμένη. Μίλησε ο πρώτος:—Υου live in the hotel; (Μένεις στο ξενοδοχείο;)—Υes (Ναι) απάντησε εκείνη ευγενικά.—Υου come with us; (έρχεσαι μαζί μας) συνέχισε και μη ξέ­ροντας να πει «με το σκάφος» έκανε με τα χέρια του την κίνη­ση των κουπιών. Εκείνη δίστασε λίγο ακόμα.—come... της ξαναείπε. Η κοπέλα χαμογέλασε.—Ι will (Θα έρθω) είπε και φάνηκε πια καθαρά ότι άρχισε να δέχεται την απρόβλεπτη αυτή συντροφιά σ' αντάλλαγμα μονοτονίας και μοναξιάς που τόσο την εποχή αυτή παντού κυριαρχούσαν.—Come... της ξαναείπε ο νεαρός και την τράβηξε από το χέρι για να την βοηθήσει να σηκωθεί. Την πήγανε μέχρι το σκάφος και την έσπρωξαν μαλακά για να μπει μέσα ενώ λύσανε τα σκοινιά από το ρεμέτζο.Το ταχύπλοο πήρε μπρος με μια κίνηση. Κάτι είπαν ακό­μα για να σπάσει ο πάγος. Εκείνη γέλασε. Σε λίγο ανάπτυξαν ταχύτητα και χάθηκαν στο βάθος της θάλασσας αφήνοντας πί­σω τους την αστραφτερή λάμψη του ήλιου πάνω στα μαλλιά της και μια φαρδιά άσπρη λουρίδα οργισμένου νερού.Περιοχή ονείρου ή ζωή. Το ζωγραφίζουμε στη ζεστή μαλακιά άμμο κι' υστέρα έρχεται ξαφνικά ένα κύμα και το σβήνει μπροστά στον αδιάφορο και πάντα χαμογελαστό ήλιο...Κι έτσι τη νύχτα εκείνη, πάλι σώπασαν οι γρύλοι και δεν ακούστηκαν ξανά τα βιολιά του Μαντοβάνι.