Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009

Γεύση από Καζαντζάκη

Είναι γνωστό ότι ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες κρητικούς με
παγκόσμια διαχρονική αναγνώριση, ένας κλασικός, είναι ο Νίκος
Καζαντζάκης.
Είναι από τους λίγους μεγάλου αναστήματος συγγραφείς της νεότερης
Ελλάδας και όχι μόνο. Αυτό δεν είναι υποκειμενικό, ως γνωστόν το λένε
όλοι και το επισημαίνουν πολλές σπουδαίες και καταξιωμένες προσωπικότητες
απ’ όλο τον κόσμο..
Τα εσωτερικά αδιέξοδα του Καζαντζάκη, αυτά που δείχνουν το βαθύ και αλύγιστο ψάξιμό του, λειτούργησαν σαν εσωτερικός αδηφάγος τροχός γι’ αυτόν, παραγωγής ακτινοβολίας σίγουρα για εμάς. Παράλληλα όμως προκάλεσαν πιθανότατα τις δύο πλευρές αμφισβητιών του, πλευρές αποδεδειγμένα ασήμαντες, χωρίς κανένα ιδιαίτερο βάθος και περιεχόμενο. Δηλαδή ιδιοτελή πρόσωπα και κούφιοι χώροι...Η μία πλευρά ήταν οι δογματικοί κομματικοί, οι Συνοδοιπόροι του και μαζί τους, τσόντα, η Γαλάτεια.
Η άλλη πλευρά, η ακόμα πιο ρηχή αλλά εξίσου δογματική ήταν η Εκκλησία.
Και η μία πλευρά και η άλλη δεν είχαν ίχνος φαντασίας που χρειάζεται για να κατανοήσουν το πώς σκέφτεται ένας διανοούμενος μαχητής φιλόσοφος και να υποκλιθούν μπροστά του. Τετραγώνιζαν τον κύκλο στα στενά τους μέτρα και οριοθετούσαν το άπειρο στα πεπερασμένα σύνορα της σκέψης και των
συμφερόντων τους. Το σημαντικότερο πράγμα που διαθέτει ο χριστιανισμός
είναι ο Χριστός και όχι οι παλιοί ή οι σημερινοί παπάδες του. Ο Χριστός έκανε
πολύ μεγάλους αγώνες κατά του φιλισταϊσμού, αλλά αυτοί αντί να
εγκαταλείψουν τον φιλισταϊσμό, ή να εξαφανιστούν οι ίδιοι, έχουν
κυριαρχήσει μέσα στους κόλπους της ίδιας του της εκκλησίας και όχι μόνο….

Ο Καζαντζάκης ήταν μεγάλος. Από τους αρχιερείς μας κανένας δεν ήταν
μεγάλος. Κανένας λοιπόν δεν μεγαλούργησε, κανένας δεν λατρεύτηκε
στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό και κανένας τους δεν καταξιώθηκε να διαβάσει
τον «Τελευταίο Πειρασμό» και να καταλάβει πόσο βαθιά και με πόση
δύναμη χειρίστηκε ο Καζαντζάκης αυτό το θρησκευτικό θέμα. Να νιώσει ότι
ο Χριστός του Καζαντζάκη ήταν ο πραγματικός Χριστός! Έτσι επήλθε η
σύγκρουση του ισχυρού που ήταν η Εκκλησία και του πιο αδύναμου που ήταν ο συγγραφέας. Μόνο που η νίκη της Εκκλησίας ήταν αιώνια ήττα γι’ αυτήν και η δοκιμασία του συγγραφέα ήταν το δάφνινο στεφάνι και η αθανασία του…
Για να καταλάβουμε καλύτερα αυτή τη διαφορά θα πρέπει να θυμηθούμε ότι
η ίδια η θρησκεία ονομάζει το Χριστό Θεάνθρωπο. Ο Καζαντζάκης ακριβώς
σεβόμενος τον όρο αυτό –κάτι που ως συγγραφέας δεν ήταν υποχρεωμένος
να πράξει– παρουσιάζει τον Θεάνθρωπο και στις δύο φάσεις του: Αυτόν που
ζει ή που ονειρεύεται την απλή ζωή και αυτόν που παρά το μαρτύριό του,
με ανακούφιση λέει: «Ευτυχώς, καλά είμαι εδώ» και μετά από λίγο ψιθυρίζει «Τετέλεστε!» «κι ήταν σαν όλα ν’ άρχιζαν...» (Ανρί Μπαρμπίς).

Το δυστύχημα για την Εκκλησία είναι ότι δεν κοσμείται πλέον από τίποτα
άλλο παρ’ εκτός από μιζέρια, μετριότητα, πείσμα και ανομολόγητους ιδιωτικούς
βίους των προκαθημένων της, αρπαγή ύλης και χρήματος και μετά ψαλμοί
για το θεαθήναι… Το δράμα της εκκλησίας είναι ότι δεν κατάφερε μετά από
2.000 χρόνια να αναπτύξει και να εκσυγχρονίσει το ιδεολογικό και μεταφυσικό της υπόβαθρο. Έτσι αντιμετώπισε τον Καζαντζάκη, όπως το σκότος
αντιμετωπίζει το φως. Με φόβο και μιζέρια.
Την ίδια δυσαρέσκεια έδειξε η Εκκλησία εδώ, αλλά και έξω, για το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Ενοχλήθηκε για την περιγραφή εκεί ενός αξιωματούχου
παπά που καθόλου δεν διέφερε από τους σημερινούς καλοθρεμένους
προκαθήμενούς της. Φαίνεται δε, ότι ενοχλήθηκε ακόμα περισσότερο με
την περιγραφή ενός άλλου παπά στο ίδιο βιβλίο, του παπα-Φώτη, του οποίου ο υποδειγματικός ρόλος τού επαναστάτη ποιμενάρχη δημιουργούσε μεγάλο
κοντράστ με τους σημερινούς… Θα μπορούσε να αποτολμήσει κανείς να πει ότι ο Καζαντζάκης ως φιλόσοφος δεν μπορεί να μετρήσει στο επίπεδο των
απαιτήσεων της εποχής μας. Γιατί δεν ανήκει στους κλασικούς μεγάλους
φιλόσοφους, αλλά και γιατί δεν πρόλαβε τις σημερινές ταχύτητες εξέλιξης της αντίληψης π.χ. για την δημιουργία του κόσμου, για την ύπαρξη ενός Θεού
μέσα στον κόσμο αυτό. Για την διερεύνηση του θανάτου και για την πιθανή
περιοχή του θείου. Σκέψεις για το περιεχόμενο των οποίων, με τη βοήθεια της ηλεκτρονικής και της πολλαπλασιασμένης έρευνας, σήμερα. ασφαλώς
ξέρουμε πιο πολλά πράγματα. Οι εξελίξεις λοιπόν αυτές στην έρευνα που
φώτισε και θα φωτίσει ακόμα περισσότερο ένα τομέα, ήταν άγνωστες στον
Καζαντζάκη. Ο Καζαντζάκης έμεινε με τον καημό ότι δεν μπόρεσε να
σηκώσει το πέπλο του μυστηρίου, ενώ εμείς διακατεχόμαστε από την αγωνία
και την προσμονή, του τι θα δούμε όταν στα επόμενα 50 χρόνια ανασηκωθεί
το πέπλο αυτό. (Σημ.σ.: Θεωρία Χώκιν).
Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ο Καζαντζάκης δεν υπήρξε ένας κορυφαίος
συγγραφέας, ένα μεγάλο μυαλό και μια βαθιά ψυχή άγρυπνη και ωραία.
Παραμένει τόσο ψηλά –μέσα στα όρια και μιας κάποιας δικής του έντονης
φιλοσοφικής ενατένισης– ώστε η προσπάθεια αποκοπής μεγάλης μερίδας
του κόσμου σήμερα από αυτόν, να είναι δείκτης του πόσο χαμηλά έχει πέσει
αυτός ο κόσμος.
Όταν το σήμα κινδύνου χτυπήσει ηχηρά –πλησιάζει και αυτή η εκδοχή– θα
θυμηθούμε σε πολλά τον Καζαντζάκη για να μπορέσουμε να ξανασηκωθούμε.

(Απ' το βιβλίο του Κ. Χατζιδάκη "Οι Παρεξηγημένοι
Καζαντζάκης Γκαρωντύ")